- ροφός
- (epinephehus guaza). Τελεόστεο ψάρι της οικογένειας των σερρανιδών, της τάξης των περκόμορφων. Ο ρ., που είναι κοινός στη Μεσόγειο, αλλά κάνει την εμφάνισή του και σε εκτεταμένες παράκτιες ζώνες των τριών ωκεανών, ζει κυρίως στις ανωμαλίες του βυθού σε διάφορα βάθη. Το σώμα του είναι χοντρό και μυώδες· τα μεγάλα πτερύγια συγκρατούνται κατά ένα μέρος από ρωμαλέα αγκάθια· το μεγάλο κεφάλι του καταλαμβάνει περίπου το 1/3 του σώματος: τα επιπωμάτια είναι άκαμπτα και οστέινα· τα μάτια, που είναι τοποθετημένα στο ψηλότερο σημείο του κεφαλιού, είναι πολύ ευκίνητα και το στόμα του είναι εφοδιασμένο με αιχμηρά δόντια: η κάτω γνάθος προεξέχει σε σχέση με την επάνω. Στο γένος επινέφελος (epinephehus) ανήκουν διάφορα άλλα είδη, όπως ο ρ. ο χρυσόχρωμος, ο ρ. ο λευκός και ο ρ. ο μέγας, μήκους μεταξύ 1,20 και 0,80 μ. Ο ρ. του βυθού (polyprion americanum) μπορεί αντίθετα να ξεπεράσει το μήκος των 1,50 και το βάρος των 50 κιλών. Για το τρυφερό και εύγευστο κρέας τους, οι ρ. πέφτουν θύματα εντατικού κυνηγιού από τους φίλους του υποβρύχιου ψαρέματος.
Ο ροφός (epinephelus guaza), κοινός στη Μεσόγειο, ψαρεύεται ιδιαίτερα για το νόστιμο κρέας του.
* * *και ρουφός, ο, Νζωολ. κοινή ονομασία τού μεγαλόσωμου και εύγευστου περκόμορφου ψαριού Epinephelus guaza, που απαντά στον υποτροπικό Ατλαντικό, στη Μεσόγειο και στις ελληνικές θάλασσες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ορφός* (με μετάθεση τού -ρ-)].
Dictionary of Greek. 2013.